- νεοχμῷ
- νεοχμόςnewmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεοχμώ — (I) νεοχμῶ, έω (Α) [νεοχμός] νεοχμώ* (II). (II) νεοχμῶ, όω (Α) [νεοχμός] 1. επιφέρω μεταρρυθμίσεις, ιδίως πολιτικές 2. (γενικά) αλλάζω, μεταβάλλω 3. ανακαινίζω, ανανεώνω 4. ιατρ. προκαλώ επιπλοκή ή δυσκολίες … Dictionary of Greek
νεοχμῶ — νεοχμέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) νεοχμέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) νεοχμός new masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) νεοχμόω make innovations pres subj act 1st sg νεοχμόω make innovations pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόχμωσις — νεόχμωσις, ἡ (Α) [νεοχμώ (II)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νεοχμώ, μεταρρυθμιστική τάση, νεωτεριστική ενέργεια 2. οτιδήποτε εμφανίζεται πρόσφατα, η αλλαγή, η μεταρρύθμιση 3. ανανέωση … Dictionary of Greek
νεοχμίζω — (Α) [νεοχμός] (κατά τον Ησύχ.) νεοχμώ (Ι)* … Dictionary of Greek